- πεντώβολος
- -ον, Α1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολοναντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» — κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώβολος (< ὀβολός), πρβλ. τρι-ώβολος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.